- ακτινοδέσμη
- ημία δέσμη ακτίνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ακτίνα + δέσμη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek